- εναλλακτήρας
- ο(ηλεκτρ.) γεννήτρια που προορίζεται για την παραγωγή εναλλασσόμενης τάσης και εναλλασσόμενου ρεύματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στροβιλοεναλλακτήρας — ο, Ν τεχνολ. ηλεκτροπαραγωγική μονάδα η οποία αποτελείται από έναν εναλλακτήρα και έναν στροβιλοκινητήρα που είναι εγκατεστημένοι σε κοινό άξονα περιστροφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρόβιλος + εναλλακτήρας] … Dictionary of Greek